συσσήπω

συσσήπω
ΜΑ [σήπω]
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύσσηψις — ήψεως, ἡ, ΜΑ [συσσήπω] η σήψη που γίνεται μαζί («φύονται... αὗται καὶ τἆλλα τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”